- πιέζοντας
- πιέζωEp..pres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσταχιανή σάλπιγγα — Σωλήνας, ο οποίος συνδέει το μέσον ους με τον λάρυγγα. Η σύνδεση αυτή εξυπηρετεί έναν ιδιαίτερο σκοπό. Επειδή ακριβώς το τύμπανο κλείνει ερμητικά όλο τον ακουστικό σωλήνα, θα πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση των πιέσεων που ασκούνται από την… … Dictionary of Greek
αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… … Dictionary of Greek
αποτυπώνω — (Α ἀποτυπῶ, όω) 1. σχηματίζω τον τύπο, το ακριβές ομοίωμα ενός πράγματος πιέζοντας το επάνω σε κατάλληλο υλικό 2. συγκρατώ ακριβώς στη μνήμη μου … Dictionary of Greek
βούληση — Η θέληση, η επιθυμία· επίσης πρόθεση, σκοπός. Η μυθική έννοια της β., αγνοημένη κάπως από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, πολλοί από τους οποίους εκθείαζαν αντίθετα την κατάσταση της αβουλίας ή αταραξίας, απέκτησε προοδευτικά αξία με τον… … Dictionary of Greek
εκχρηματίζομαι — ἐκχρηματίζομαι (Α) 1. χρηματίζομαι σε βάρος άλλου, πιέζοντας κάποιον τού παίρνω χρήματα, αργυρολογώ* 2. εισπράττω συνεισφορές … Dictionary of Greek
ενθλώ — (Α ἐνθλῶ, άω και ιων. τ. ἐνθλάω) [θλω] κοιλαίνω κάτι πιέζοντας το προς τα μέσα, ενθλίβω, ζουλώ αρχ. εγχαράσσω, αποτυπώνω πάνω σε νόμισμα … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
ξεζουμίζω — 1. βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας το, στίβω («ξεζουμίζω το πορτοκάλι») 2. (σχετικά με φαγητό) αλλάζω το νερό, ξενερίζω («ξεζούμισα τα φασόλια») 3. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά και σωματικά κατά κόρον 4. (για γυναίκα) εξαντλώ… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek